Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2017

σώπα ρε

Σιχαίνομαι τις γιορτές.
Αυτην την χαρά δεν την αντέχω, ζωγραφιστά χαμόγελα και μάσκες, πολλά χρώματα και ακόμα περισσότερες γελοιότητες. Λες και τις άλλες μερες, δεν φοράμε μάσκες ή δεν είμαστε γελοίοι. 
Λες και τις άλλες μέρες δεν φοράμε ρόλους και συμπεριφορές, λες και δεν δυσκολευόμαστε να αναγνωρίσουμε τις ανθρώπους μας μέσα απ’ όσα υποδύονται.
Και πόσο κλισέ χριστέ μου όλα όσα με ενοχλούν και μένα.
Με ενοχλώ και γω τόσο πολύ με τις περιττές ενοχλήσεις μου. 

Προσπαθώ να σταματήσω να χορεύω σε πάρτυ με σύνθια και να χωθώ κάτω απ’ το πάολωμα. Να αποκτήσω ανοσία στο τίποτα. Προσπαθώ πάρα πολύ. 
Γιατί τελευταία πραγματεύομαι ΞΑΝΑ την απώλεια.
Κάποιοι μακρινοί μου πέθαναν και μου είναι ευκολότερο τώρα απ όταν θα είναι κοντινοί.
Και ο άλλος χάνεται και μιας και θα εξαφανιστεί όσο απροσδόκητα μπήκε στη ζωή μου, τουλάχιστον στις εκφάνσεις της καθημερινότητας, θα ζει κι αυτός όπως τόσοι στο κεφάλι μου- ίσως να είναι η ευκαιρία να φύγει και το μεγαλύτερο φάντασμα που στοίχειωσε ποτέ κάθε ανάσα μου.

Είμαι παρανοϊκή το ξέρω. Αλλά…
                                                       Απλά…..

Καιρός να σταματήσουν τα ζυγωματικά μου να πονάνε απο εγκλωβισμένα δάκρυα. Το χεις ξανακούσει αυτο;
Εγώ το έπαθα.
Καιρός να σταματήσω να πιστεύω σε οτιδήποτε ευχάριστο. 
Πάρτο χαμπάρι κοπέλα μου. Πάρτο χαμπάρι.
Ο κόσμος πάλι απόψε διασκεδάζει και συ, αχ εσυ.
Διαβάζεις για τα στερητικά σύνδρομα και απορείς.
Σε ελκύει η σκόπιμη αυτοκαταστροφή περισότερο απ’ τους άνντρες που φαντασιώνεσαι και απο κάθε ψήγμα μέλλοντος.

Εσυ εκεί. Εκεί. Στο πουθενά, στο γαμημένο τίποτα προσκολλημένη με τη μούρη παραμορφωμένη απο την συγκρουση στο τζάμι προσπαθείς να μην γλιστρήσεις ως το πάτωμα και είσαι πιο γελοία απ’ όλους όσους τολμάς να σχολιάσεις. 
Σύνελθε αυτοπυρπολήσου και τέλος πάντων ζήσε γαμημένη.
Ζήσε . 
Αφού σαρέσει να πονάς τουλάχιστον βρες έναν αξιοπρεπή λόγο.

Βγες απ’ το κεφάλι σου. ΒΓΕΣ. ΒΓΕΣ.

Και απ’ το σπίτι αλλά απ’ το κεφάλι σου κυρίως.

Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2017

192 θα φταίς

αν έγραφα όντως πόσες φορές τη μέρα σε μισώ και πόσες σε λατρεύω
θα είχα ήδη αντιληφθεί πως είναι αδύνατον να φταίς έστω και ελάχιστα
θα είχα ήδη αντιληφθεί πόσο ανάγκη σε έχω
για να επιβιώνω στοιχειωδώς
θα χα αναγκαστεί να παραδεχθώ πως μόνο που υπάρχεις πρέπει να είμαι ευχαριστημένη και να κάνω τουμπεκί
όπως επίσης πως είμαι ξεκάθαρα τρελη με το να πιστεύω πως καταλαβαίνεις τί συμβαίνει
και επιλεκτικά αδιαφορείς στοιχηματίζοντας πόσο σύντομα θα φτάσω στην αυτοκτονία
λοιπόν μάθε θα πεθάνω δίπλα σου
θα πεθάνω αν μαφησεις να σερωτευτω οπως σου πρεπει
τότε ναι
τότε θα πεθάνω
ως τοτε δεν επιθυμώ
ούτε έρωτας ούτε θάνατος
αυτα πάνε μαζί
όποιος το αρνείται ας διαβάσει ή ας ζήσει
δεν είμαι σίγουρη για την διαφορά
στους ευφυείς ταλαίπωρους

θα φταίς αν δεν πεθάνω και αυτό είναι καταδίκη
γιατί η ύπαρξη διψά για τη στερνή γωνιά του θανάτου
και τη στερνή γωνιά του έρωτα
αν δεν ανακουφιστώ θα φταίς
αν καταδικαστώ σε αιώνιο κόλαση ζωής θα φταίς
γιατί θα είναι ζωή σε αυτό το βασίλειο ανηδονίας.

Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2017

πήχτρα/ θλίψη

Αυτη η πρασινη κουκιδα διπλα στο ονομα σου παντα μου προκαλει αγχος.

Αγχος και μια γλυκια αναμονη,πλατωνικη.

Και μετα με τη βοηθεια της εγκεφαλικης λειτουργιας μου μου προκαλει μονο στεναχωρια.

Και αυτο να ξερεις με θυμωνει.

Παθαινω αυτο το συναισθημα που παθαινεις οταν πας να παρεις τρολεει και ειναι πηχτρα.

Και θες να ανεβεις για να φτασεις στον προορισμο σου,γιατι θες πολυ να πας εκει

αλλα δε θελεις να στριμωχτεις με ανθρωπους που δεν εχεις επιλεξει εσυ.

Καπως ετσι φρικαρω καθε φορα και θελω να σου γραψω κατι και δε το κανω γιατι φοβαμαι την διαδρομη.

Και ετσι φαντασιωνομαι πως σου γραφω κατι τυπικο και στο στελνω και πριν καλα καλα προλαβω να πατησω αποστολη, με πιανει ενας σπασμος μετανιωματος.

Και ο χρονος αναμεσα στην αποστολη και το μετανιωμα μειωνεται γρηγορα και μου απομενει μοναχα ενα μετανιωμα και νιωθω ανυμπορη για καθε πραξη.

Ετσι περναω τα κυριακατικα μου απογευματα και κοιταω το ρολοι και εχει περασει τις 7 και τοτε ειναι που αντιλαμβανομαι την θλιψη που μου προκαλουν οι κυριακες καθουμενη πανω στο βελουδινο σκεπασμα του κρεβατιου με μονα διαλειμματα αυτα για να παω τουαλεττα ή να φαω.


Ετσι τσαντισμενη και διχως να παυω να σκεφτομαι πολυ αυτοτιμωριτηκα πραγματα, καλοσοριζω την Δευτερα που ερχεται να μου υπενθιμισει πως ισως η αυτοκαταστροφη να ειναι μια μορφη επιβεβαιωσης.


Δείτε με καθομαι ολη μερα στο κρεβατι με τις πιτζαμες και τις βελουδινες μου κουβερτες βλεποντας καθυστερημενες αμερικανικες σειρες,και εχω ερωτευτει εναν μισογυνη γυμνασμενο αντρα που θελει ουτε ο ιδιος ξερει τι,ουτε γω ξερω τι και αχ,τη σκληρη ζωη,ας γινω εσωκλειστη στο σπιτι μου.




                                        ~

Το τρόλλεϋ ήταν πήχτρα. Πίστευα ότι θα βγώ λιγάκι να ξεσκάσω και κόντεψα να πεθάνω απο ασφυξία μέσα στην τεράστια κινούμενη κονσέρβα. Πίστευα ότι μπορεί και να σε πετύχαινα τυχαία, όπως κάθε φορά όταν σε χρειάζομαι, αλλά με τόσο κόσμο ακόμα και  να έμπαινες στο τρόλλευ δεν θα με έβλεπες. Ούτε εγώ θα σε έβλεπα και θα συνεχίζαμε τις ζωές μας θλιβερά. Περιμένοντας να συναντηθούμε. Περιμένοντας να γνωριστούμε και να ταιριάξουμε. Περιμένοντας ενεργητικά και αποφασιστικά για την μέρα που δεν θα ούρλιαζαν δαίμονες μέσα μας και δεν θα διώχναμε τις σκέψεις μας ξεφυσώντας μανιακά τον καπνό απ’ τα σβηστά τσιγάρα μας. Περιμένοντας να σταματήσουμε να βλέπουμε εφιάλτες τα βράδια χωρίς αϋπνίες, περιμένοντας να χαμογελάσουμε απο κάτι πέραν της φρίκης. 
Το τρόλλεϋ ήταν πήχτρα και τα ακουστικά μου είχαν χαλάσει. Όπως και το χέρι μου, όπως και η σόλα του παπουτσιού μου. Το τρόλλεϋ ήταν πήχτρα και εγώ ήμουν πολύ μεθυσμένη για να μπορέσω να αντισταθώ στα παιδικά μας παιχνίδια. Έβρεχε. Δες με φαίνομαι. Στα βρεγμένα τζάμια κυλλάω και εξατμίζομαι. Όπως κάθε φορά άλλωστε που εμφανίζομαι μπροστά σου και μετά απλά εξατμίζομαι. Είμαι πολύ υγρή και συ πολύ καυτός. Είμαι πολύ σιχαμένη και ακόμα περισσότερο απαθής με τη γελοιότητα μου. Άκου με, σου φωνάζω πως έχω καταντήσει αηδία πια με αυτόν τον έρωτα. Με έχω βαρεθεί τόσο που ξέχασα να γράφω. Όχι πάλι εσύ στις λέξεις μου, όχι πάλι εσύ στις σκέψεις μου. Και ξαφνικά, μια ακόμα μέρα που το τρόλλεϋ είναι πήχτρα και συ λείπις ξαφνικά είμαι ζωντανή. Και σε βρίσκω να με περιμένεις στη διασταύρωση Παρελθόντος/ Μέλλοντος γωνία, στον τοίχο εκείνο που έγραφε αδιέξοδο. Κοίταξα το ρολόι που δεν φορούσα, δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα. Έτρεξα με φόρα και ο τοίχος με ρούφηξε όπως σε εκείνο το αγαπημένο παραμύθι μου. Και με έβγαλε σε ένα πράγμα που λεγόταν παρόν που ήμουν πιο μόνη απο μόνη και που το μόνο που είχα ήταν τα χαλασμένα ακουστικά μου. Εκεί έκατσα και συνέχισα να περιμένω στη διασταύρωση Φαντασιακού-Πραγματικού, το χέρι μου να φτιάξει, ένα ρολόι να εμφανιστεί και να έχει έρθει η ώρα. Περίμενα.
Περίμενα.
Ακόμα περιμένω.
Ξαφνικά ακούω κάτι καμπάνες και γιαγιάδες ξεχύνονται μπροστά μου μαζί με την συνείδηση μου. Οι Κυριακές είναι μια θλίψη μετά τις Εφτά το πρωί. 
Καλημέρα και σκατά στα ηλίθια λόγια.