Τετάρτη 27 Ιουλίου 2016

fade out

‘μου πάει το κόκκινο κραγιόν;’ με ρωτάς και καταλαβαίνω πως πάλι ρούφηξες ακόμα και όσα είχα προσποιηθεί,
πως πάλι έμεινα ωχρή και ακάλυπτη μπροστά σου,
πάλι ρούφηξες την ψυχή μου μεσ’ απ’ το στόμα μου,
πάλι έβγαλες αυτό που ήθελες και άφησες το στόμα μου γεμάτο με βρόμικες λέξεις σφηνωμένες ανάμεσα στα δόντια, να μου γρατζουνάνε τον ουρανίσκο και να με πνίγουν,
μιας και ούτε μπορώ να ανοίξω το στόμα μου μην τις ξεράσω πάνω σου, ούτε να τις καταπιώ, ούτε να αναπνεύσω
θα σκάσω!

όλα γύρω έχουν θολώσει
ο χρόνος έχει παγώσει ή λιώσει
-δεν ξέρω, δεν με αφορά μην με μπλέκετε-

είχα διαβάσει κάποτε πως μπορείς να βρεις τα χείλη του άλλου στο απόλυτο σκοτάδι με ειδικούς αισθητήρες του σώματος 
καθόλου εντύπωση δεν μου κάνει, 
βρίσκω τα δικά σου μέσα στο χάος

κι απ’ την άλλη, όταν φιλάς χρησιμοποιείς τριάντα μυες προσώπου
πού την βρίσκω όλη αυτή την ενέργεια κάθε φορά που με κοιτάς, εξήγησε μου
και αφού την βρίσκω γιατί δεν χρησιμοποιώ άλλους λίγους να σου χώσω μία να εξαφανιστείς απο μπροστά μου;

‘είσαι γελοίος’ ψελλίζω και σου σκουπίζω την πασαλειμένη φάτσα σου και συ γλείφεις ό,τι φτάνει η γλώσσα σου με τα σάλια που σου άφησα

'πώς δεν με σιχαίνεσαι ρε ανώμαλε’ δεν καταφέρνω να σου αντισταθώ, σε αγκαλιάζω και κάπου εκεί που ακουμπάς τα χέρια σου στην πλάτη μου,
τα νιώθω μαχαίρια
θυμάμαι ποιός είσαι
και τί έκανες
σε σπρώχνω μακριά με όλη μου την δύναμη
νομίζεις παίζω
και έρχεσαι κοντά να σε φιλήσω

σε φτύνω και φεύγω
βάζοντας βιαστικά κραγιόν στα χείλη μου
μην τα δει κανείς που μάτωσαν
απο το δάγκωμα μου
δεν κρατήθηκα να μην με τιμωρήσω
κι ας μην το έμαθες ποτέ.


Τρίτη 26 Ιουλίου 2016

τόσα κι άλλα πόσα

αγάπη  είναι να κοιτούν κι οι δυο στην ίδια κατευθυνση
ο ορίζοντας τους ν’ απεχει πανω-κατω
το ίδιο απο την ακτή που περπατουν γελαστοί
αγάπη είναι να θες να κάνεις λίγο πίσω
γι’αυτόν που θα κανε λίγο πίσω για σένα
αγάπη είναι να εχεις το θάρρος να ζητήσεις
μα να μην προλαβαίνεις καν να το κάνεις
αγάπη είναι αυτό που είσαι στην Κίνα
μα σε νιώθω εδώ
αυτό που δεν σε ξέρω μα σε σκέφτομαι τα βραδια
είναι αυτό που θα μας κάνει
να κοιτάμε ο ένας τον άλλον στα μάτια
και ο κόσμος θα εξαφανίζεται
ο χρόνος θα παγώνει ή θα λιώνει
διάλεξε ο,τι θες
αγάπη είναι αυτό
που τόσο τέλεια έχω ορίσει
όλα αυτα τα βράδια που μένω μόνη
αντί να ερθω να σου πω
πως θελω να μ’αφησεις να σ’αγαπησω
σχεδόν όσο θέλω να με λατρεψεις
να σε φιλήσω
να σε πάρω αγκαλιά
και να ‘χω επιτέλους
ενα λόγο να ξυπνήσω το πρωί
ενα λόγο να μ’αρεσει η ζωη
και μην σου πω ψέματα
μια αξιοπρεπή εμπνευση για τα ποιηματα μου
βαρεθηκα να γράφω με την φαντασία μου
αμαν πια,
ελεος!                                       

έλεος!
γιατι δεν μπορεις να δεις 
την λογικη μου;
δεν χρειαζεται να ειμαστε μαζι
στον ιδιο τοπο
δεν χρειαζεται να βλεπω καθε πρωι το χαμογελο σου
αφου το θυμαμαι τοσο ζωντανα!
το βλεπω καθε βραδυ στο ονειρο μου
το θεμα ειναι να προχωραμε παραλληλα
δεν χρειαζεται να ξεκιναμε απο κοντινο σημειο
δεν ειναι καν λειτουργικο
δεν ειναι αμα δεν θεσουμε τα ορια
και τις αποστασεις μας
ας ξεκαθαρισουμε
εχω τα ονειρα μου,
μας κραταν μια αποσταση
μα δεν πειραζει
πηγαινε ευθεια
πηγαινω και γω
ας το παμε παραλληλα
ετσι κι αλλιως μου το χες πει
αγαπη δεν ειναι δυο ανθρωποι
μοναχα να αγαπιουνται

αγαπη ειναι να πηγαινουν προς την ιδια κατευθυνση.

Παρασκευή 22 Ιουλίου 2016

σήμερα ονειρεύτηκα το αύριο

Σήμερα ονειρεύτηκα το αύριο. Με φαντάστηκα έτσι όπως πάντα με φαντάζομαι, δηλαδή καμία σχέση με το τώρα μου. Είχα και πλυντήριο στο αύριο και άπλωνα την μπουγάδα μου χαρούμενη στο μπαλκόνι. Μετά τελείωσε η ονειροπόληση μου. Και για φαντάσου απλά βαριόμουν ανελέητα να απλώσω τα ρούχα. Βλέπεις η κυριότερη διαφορά του αύριο με το σήμερα είναι η ύπαρξη νοήματος. Δηλαδή στο αύριο είμαι χαρούμενη απλώνοντας τα ρούχα και σκουπίζοντας. Είμαι χαρούμενη ξυπνώντας και φτιάχνοντας καφέ. Τώρα που το ξανασκέφτομαι απλά στο αύριο δεν λείπεις.  Σηκώθηκα με ξυνισμένα μούτρα απο την θύμιση σου και γέμισα το νερό στη γάτα μου. Είχα τόσες υποχρεώσεις σήμερα που ήθελα να εξαφανιστώ, ή μάλλον να ανταλλάξω ρόλους με την γάτα μου και απλά να γλείφω το τρίχωμα μου όλη μέρα τόσο ανελέητα ώσπου κάποια στιγμη΄να ξεράσω μια σιχαμερή τριχόμπαλα. Λες και κάνω κάτι διαφορετικό περιμένοντας να έρθει η Πέμπτη και να ξεράσω μια τριχόμπαλα με τρίχες σου και δικά μου σάλια σε μια γλυκιά γυναίκα απέναντι. Ξερνάω τριχόμπαλες μπας κι ηρεμήσω και απλά έρχομαι πάλι και σε κατσιάζω απο φόβο μήπως τελειώσει αυτό το σιχαμένο παιχνίδι. Νιώθω τόσο ηλίθια που απλά με έχω βαρεθεί. Νιώθω τόσο ηλίθια που θέλω να φωνάξω. 
Θέλω να το εκτονώσω. Ανεβαίνω στην ταράτσα και φωνάζω με κάθε τρόπο. 
Φωνάζω βαθιά μέσα απ’ το λαιμό μου. 
Φωνάζω τσιριχτά.
Φωνάζω κλαίγοντας.
Φωνάζω τόσο που χάνω την φωνή μου.
Και κοιτάω την απέναντι ταράτσα και τότε συνειδητοποιώ πως κανείς δεν με έχει πάρει χαμπάρι και πως ακόμα και αν πηδήξω το μεγαλύτερο πρόβλημα των δικών μου θα είναι πως η αυτοκτονία είναι αντιχριστιανική. Ούτε μια αυτοκτονία δεν θα με αφήσουν να χαρώ.
Πόσο ηλίθια ρε γαμώτο. Όλα αυτά επειδή εσύ έχεις τόσες υποχρεώσεις και ξέχασες να μου στείλεις πόσο απεγνωσμένα με σκέφτεσαι όσο σε κυνηγάνε οι μπάτσοι. Κάθομαι οκλαδόν και γελάω γιατί σε σκέφτομαι ιδρωμένο να ξεφύγεις και να κ(ξ)ερνάς τους μπάτσους τριχόμπαλες.
Γελάω παρανοϊκά.
Είμαι παρανοϊκή.
Νιώθω παρανοϊκή.

Μαμά είναι χριστιανικό να είμαι παρανοϊκή ή  το να είσαι παρανοϊκός είναι τόσο αντιχριστιανικό οπότε είναι η ευκαιρία μου να απαλλάξω την ανθρωπότητα απο την παραφροσύνη μου και να πηδήξω επιτέλους;

Ποιό είναι το αγαπημένο σου....;

Θυμάσαι όλες εκείνες τις ερωτήσεις μου;
Αγαπημένο χρώμα, 
φαγτό, 
ταινία της Disney, 
απορρυπαντικο ρούχων και λοιπά;

 Μπορεί να μην σου φανεί σημαντικό,
αλλά κάποτε το μόνο που ήθελα ήταν να μάθω να φτιάχνω το αγαπημένο σου οτιδήποτε.
Ήθελα να ‘μουν το αγαπημένο σου οτιδήποτε
και οτιδήποτε κάνω να είναι το αγαπημένο σου.

Και τώρα που αναγκάζομαι να σε ξυλώνω κάθε μέρα απ’ το κορμί μου
που σιγά-σιγά λιώνεις και θολώνεις σαν ανάμνηση
τώρα που δεν σε γλείφω πια
και σταμάτησα 
όχι απλά να προσπαθώ,
αλλά και να ενδιαφέρομαι για “αγαπημένα”
ζωγράφισα εκείνη την εκδίκηση που ποτέ δεν είχα το θάρρος να έρθω να πάρω.

Και επειδή ούτε αυτό τόλμησα να σου το πω,
να ξες υπάρχουν κι αλλού πορτοκαλιές
σεξ, χιούμορ και αγκαλιές.
      Να, ένας με ρώτησε:
-ποιο είναι το αγαπημένο σου καθαριστικό ρούχων;
-ποιά είμαι γω να αμφισβηττήσω 29 κατασκευαστές;
απάντησα και αυτός είπε
-ας κάνουμε skip αυτήν την ερώτηση

καταλήξαμε να με λέει αχάριστη βέβαια
                                                            και δεν είχε άδικο δυστυχώς.

πώς έγινα παιδί

Σκοτώνω το παιδί να δω τί έφτιαξα απο μένα
σκοτώνω όσα μου μαθες μαμά
και συ μπαμπά
διώχνω όλες εκείνες τις δασκάλες και τα ‘πρέπει’
όλους εκείνους τους φόβους και τα ερωτηματικά
όλα τα όνειρα 
την ξεγνοιασιά
όλα τα ‘θα’ εκείνα τα πολύχρωμα
τις βόλτες
τα αστεία και τα χόμπυ μου

Αφήνω πίσω μου νεκρά
όσα μου έδωσαν, να δω τί είμαι εγώ
και ούτε που το κατάλαβα
πως κατέληξα τώρα
απο ‘πεθαμένο παιδί’
                                      ‘Σαπισμένος ενήλικας’

Έδιωξα και σένα
γιατί έβγαζες εκείνο το παιδί που είχα κρυμμένο μέσα μου
και απέμεινα μόνη να αντιμετωπίζω τις αϋπνίες μου με εξαντλητική δουλειά.

Πέρασα καιρό γκρινιάζοντας, νομίζοντας πως θα ανακτήσω έτσι όσα πέταξα απο βλακεία και προσποιήθηκα πολλές φορές πως μ’ αρέσει αυτός ο περίεργος κόσμος των μεγάλων που δεν κατανόησα ποτέ.

Ώσπου κάποτε, ούτε θυμάμαι ακριβώς το πότε και το πώς
κατάλαβα πως δεν ήμουν ποτέ μου παιδί
πως μικρή ήμουν ένας εν δυνάμει μεγάλος, με τα χτενισμένα μαλλιά και τους εκλεπτισμένους τρόπους
και αυτή ήταν η καλύτερη συνειδητοποίηση της ζωής μου
μιας και απο τότε, έμαθα ξαφνικά να φέρομαι αυθόρμητα, να μιλάω να περπατάω και να ντύνομαι όπως θέλω,
τους έδιωξα όλους απο μέσα μου
και βρήκα το παιδί που είχαν σκοτώσει αυτοί πριν εγώ προλάβω
σε κάτι ζωγραφιές και κάτι τετράδια στο πατάρι
-εκείνο το πατάρι που ήξερε όλα μου τα μυστικά και είχε ακούσε όλα μου τα κλάματα-
και κάπως έτσι σε ξεπέρασα μιας και κατάφερα να βρω τον τρόπο να βρίσκω εκείνο μου τον εαυτό που νοσταλγούσα γιατί ποτέ δεν έζησα, καταλαβαίνοντας πως ήμουν ερωτευμένη με αυτό το παιδάκι στο οποίο μεταμορφωνόμουν παρα με οτιδήποτε άλλο.

Κι αν έχω κρατήσει κάτι απ’ όλο αυτό, είναι μια αγάπη για εκείνα τα παιδιά, που δεν ακούγαν τους γονείς και τους δασκάλους
που ρωτούσαν πάντα και τα βράδια ξεγλιστρούσαν διαβάζοντας τα βιβλία που οι γονείς είχαν αγοράσει για “να υπάρχουν στην βιβλιοθήκη” μα ποτέ δεν διάβασαν
και που αργούσαν το πρωί στο σχολείο
γιατί είχαν σχέδια να καταστρέψουν τον κόσμο των μεγάλων.